- προσκτώμαι
- (α) αμετ.1) приобретать (дополнительно);
προσκτώμένη πείρα — приобретённый опыт;
2) см. προσεταιρίζομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσκτώμένη πείρα — приобретённый опыт;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
πρόσκτηση — η / πρόσκτησις, ήσεως, ΝΑ [προσκτῶμαι] 1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση 2. επαύξηση τών υπαρχόντων, τής περιουσίας, με νέα αποκτήματα αρχ. (σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση («πρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.) … Dictionary of Greek
πρόσκτητος — ον, ΝΑ [προσκτῶμαι] αυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος … Dictionary of Greek